- καράτε
- karaté
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καράτε — I (karate). Είδος ιαπωνικής πάλης που έχει τις καταβολές του στους λαϊκούς τρόπους αυτοάμυνας χωρίς όπλα, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην Ασία από την αρχαιότητα. To κ., που σημαίνει στην ιαπωνική γλώσσα με γυμνά χέρια, αποτελεί ένα σύστημα… … Dictionary of Greek
καράτε — το (λ. ιαπων.), πολεμική τέχνη πάλης ιαπωνικής καταγωγής, αμυντική και επιθετική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βαν Νταμ, Ζαν Κλοντ — (Βέλγιο 1961 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ηθοποιού Ζαν Κλοντ Βαν Βάρενμπεργκ. Στράφηκε στον κινηματογράφο αμέσως μόλις έγινε γνωστός από τις πολεμικές τέχνες, όταν κέρδισε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα καράτε. Νωρίτερα ασχολήθηκε με τη… … Dictionary of Greek
ζίου ζίτσου — Γενική ονομασία στην οποία περιλαμβάνονται διάφορες μέθοδοι ιαπωνικής πάλης, σχεδόν πάντοτε χωρίς όπλα, αλλά και πάντοτε χωρίς αποκλεισμό των χτυπημάτων. Κατά λέξη, ο όρος σημαίνει γλυκιά (ζίου) τέχνη (ζίτσου) ή τέχνη της ευκαμψίας. Οι ρίζες της… … Dictionary of Greek
Μισίμα, Γιούκο — (Mishima Yukio, ψευδώνυμο του Χιραόκα Κιμιτάκε Hiraoka Kimitake, Τόκιο 1925 – 1970). Ιάπωνας συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λογοτέχνες, στο έργο του οποίου εκφράζεται η σύγκρουση της τάσης ανάμεσα στη δυτικοποίηση της … Dictionary of Greek